Τετάρτη, Ιουνίου 27

Το αίμα μου άφησα στις φλέβες σου τρέξει
Όλα σου τα ΄μαθα αστέρι μου μικρό
Όλα σου τα ΄μαθα , μα ξέχασα μια λέξη
Δε σου ΄μαθα να λες
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ…..
Κ. Χατζής….
Κάποτε κάποιος όταν λοξοδρομούσα απ τα θετικά
Μου τραγουδούσε αυτό το στίχο
Σήμερα ο εαυτός μου ένιωσε την ανάγκη να μου το τραγουδήσει
Δυνατά και φάλτσα,
(δε φημίζεται για την καλλιφωνία του…)
Απ το πρωί και δυνατά….Πόνεσε το κεφάλι μου.


-Κάτι ξέρεις για να μου το τραγουδάς έτσι
δεν είναι;
-Ναι….σκέψου!..
-Δεν μπορώ….το φάλτσο σου με αποσυντονίζει
-Αυτό είναι? ΄Η κρύβεσαι κι από μένα, την ίδια με σένα?
-Όχι….όχι το φάλτσο σου φταίει…πιάστο σωστά ή καλύτερα, μάθε ορθοφωνία, και μετά έλα να μου πεις όλα τα τραγούδια σου…
-Μα τι λες; Τόσες υπεκφυγές για να αποφύγεις μια κριτική;
-Mα τι θέλεις επιτέλους και με ζαλίζεις; Έτσι κι αλλιώς τον αγώνα τον έχεις αρχίσει μαζί μου. Να με αλλάξεις δεν θέλεις; Σε κούρασα δεν μου φωνάζεις κάθε μέρα, και κάθε νύχτα? Έχεις στοιχειώσει τα όνειρα μου. Πάλεψε με λοιπόν εαυτέ μου. Πάλεξέ με….Που ξέρεις μπορεί και να με κερδίσεις….να με υποτάξεις…Όχι τόσο φάλτσα όμως ….σε παρακαλώ .λυπήσου με κι αηδόνι γίνε. Ίσως σ΄ ακούσω…..

Τρίτη, Ιουνίου 26

Καταδύσεις στην άβυσσο

Τα όνειρά μας ταξιδεύουν στοιβαγμένα
Μ΄ ένα καράβι αρματωμένο συνειδήσεις
Χώρος κανείς δεν έχει απομείνει
Εξόν στα έγκατα του καραβιού καρίνας
Μες στα σκοτάδια της, τυφλά αρμενίζουν
Αφώτιστα κι από μιας σταλιάς λιαχτίδα
Ξεμπάρκαραν επαίτες σε κλίμακες
Ουράνιας πολύβουης μοναξιάς


Τρόμος άφατος ζωγραφίζεται στα μάτια
Πριν ο πόνος , θεριό αγριεμένο, καταφτάσει
Με σιωπές που κραυγάζουν
Με φωνές μες΄ από πηγάδια Αχερουσίας
Φωνές άηχης ήχους επαναλαμβανόμενης
Όταν η μπότα του θεριού τσαλαπατά
Καρδιά ψυχή και νόηση.
Που να σαι άραγε
Ψυχή να δώσεις μ΄ ένα ακροδαχτύλων άγγιγμα
Σ ΄αυτό το άψυχο πεσμένο χέρι
Ζωή να δώσεις σ΄ ένα κορμί που σπαρταρά
Στραμμένο πάντα στον δικό σου ορίζοντα…
.
Οταν πίστεψα οτι άλλο δεν αντέχω.....

Δευτέρα, Ιουνίου 25

΄Ετσι...εζησα, ζω...θα ζήσω(;)

Έμαθα τον πόνο της σιωπής, την αγαλλίαση των δακρύων, τον φόβο της αγάπης, την θλίψη των τραγουδιών , την ηχηρή σιωπή των ποιητών, την αστοργία των οικείων, την ευσπλαχνία του θεού.
Έτσι έζησα…

Απελευθερώθηκα απ΄ τον φόβο της αγάπης , απ τον πόνο της σιωπής ,απ την ασπλαχνία των οικείων απ΄ την θλίψη των τραγουδιών, απ΄ την σιωπηρή κραυγή των ποιητών, απ΄ την ευφροσύνη των δακρύων , απ΄ την ευσπλαχνία του θεού.
Έτσι ζω….

Σκύβω στην απονιά των άλλων, στον πόνο της σιωπής ,στην θλίψη των ποιητών, στην σιωπή των τραγουδιών, στην ουτοπία του πλούτου, στο δένδρο που μεγαλώνει, στην αγριεμένη θάλασσα, στην ηρεμία του βυθού της, στην ηχηρή σιγαλιά του χιονιού, στην μουσική του δειλινού..
Σκύβω στην σιωπή σου που κραυγάζει “ έλεος με την φιλευσπλαχνία σου θεέ.. “
Έτσι θα ζήσω….

Ίσως τότε ελεύθερη γενώ…..

Σάββατο, Ιουνίου 23

ίχνη στην άμμο.....

Αφουγκράζομαι την χροιά της φωνής σου…
Μαζεύω το γέλιο σου και γητεύω την μέρα μου..
Αναπολώ το βλέμμα σου
Μηρυκάζω τα λόγια που λες μα και τα λόγια της σιωπής σου…
Ήρθες κι έφερες ξεχασμένα χαμόγελα στα χείλη από φθινοπωρινές λιακάδες, και τα μετάλλαξες σε χαμογέλια καλοκαιρινών δειλινών.
Φεύγεις και το χαμογέλιο παραμένει καλοκαιρινό, σαν να είσαι πάντα εδώ.


Διδάσκω τ ΄ακροδάχτυλα , να ζωγραφίζουν την εικόνα σου πάνω στην σκόνη, το σχήμα σου πάνω στην άμμο της ακρογιαλιάς, κι όταν ο φλοίσβος των κυμάτων τα σβήνει, απ την αρχή ξανά να προσπαθούν στην άμμο να σε χαράξουν…
Σ΄ ακολουθώ με βήματα που ματώνουν τ΄ αμμουδερό ακρογιάλι, στην επιστροφή σου να τα δεις και να τ΄ ακολουθήσεις, μα το κύμα τα παίρνει τα σμίγει με την ακροθαλασσιά και την βάφουν σαν ροζ ή μάλλον σαν πορτοκαλί …Μα με τι παράξενα χρώματα ο έρωτας ζωγραφίζει ότι αγγίζει!....

Κι έτσι με χάνεις...Κι έτσι σε χάνω…
Έτσι...
Με γητεμένες μέρες, με χαμογέλια δειλινών καλοκαιριού, με παιδευμένα ακροδάχτυλα και ματωμένα χνάρια…χαθήκαμε..

Παρασκευή, Ιουνίου 22

όταν ο μέλλοντας , ενεστώτας γίνει...

Θα μετουσιώσω την σάρκα σε ψυχή…Την ηδονή σε σκέψη εσωτερική. Την επιφάνεια σε βάθος υποθαλάσσιο, μυστικό και πανέμορφο. Τις φωνές του κορμιού σε ησυχία όμοια με του βυθού του ωκεάνιου.

Θα πιω στην ομορφιά των δειλινών. Στ΄ ατέλειωτα τραγούδια, και στα βιβλία που θα γραφτούν , στους συγγραφείς που τα ονειρεύονται.

Θα λυτρωθώ απ την κόλαση του "εγώ ",που κραυγάζει ότι πεινάει, όταν λόγια που το βαυκαλίζουν και το νταντεύουν δεν ακούει.


Θα σκύψω πάνω στ΄ αχνάρια χνουδάτων βημάτων ν΄ αφουγκραστώ την αγάπη. Πάνω απ το χώμα που ένα δένδρο τρέφει, ν΄ ακούσω την ευχαρίστηση της ρίζας , όταν τους χυμούς του ρουφάει…

Κι όταν αυτοί οι μέλλοντες ενεστώτες γίνουν....
Θα χαμογελώ ευτυχισμενα...Θα ξαναγίνω ψυχή παιδική...


Θα μεταλλάξεις την οδύνη μου σε ηδονή…
Θα φύγεις …..κι αυτές οι δυο λέξεις ,θέση πάλι θα αλλάξουν.

Όταν κι αυτός ο μέλλοντας ενεστώτας γίνει….
Θα συνεχίσω να ονειρεύομαι, και να ελπίζω σε μελλοντικούς μέλλοντες που ενεστώτες θα γενούν …..

Στο υπόσχομαι. Μην με φοβάσαι,,.

Πέμπτη, Ιουνίου 21

18 Ιούνη....


Ο ήλιος αποχαιρετά τον ορίζοντα των ματιών μας βάφοντας άλικο χρώμα την γραμμή που ενώνει τον ουρανό, με την θάλασσα. Την ιερή αυτή στιγμή της σμίξης τους, της καθημερινής και αιώνιας….
Τι ομορφιά Θεέ μου!...
Τι έρωτας! Τι χρώμα πορφύρας ερωτικής ντύνει το σμίξιμο τους αιώνες τώρα….
Ο ήλιος φεύγει και κάνει την μέρα μας και τις στιγμές της ανάμνηση.
Παίρνει μαζί του όλα τα πρωτόγνωρα και θαυμαστά από την μέρα που ο ίδιος μας έφερε ….μας αφήνει στη νύχτα έχοντας ντύσει την ψυχή με απόλαυση πρωτόγνωρη, ντύνοντας ακόμα και τις Κήρες των “άλλων”συναισθημάτων μας με χιτώνα παρθενικό και τις εξαγνίζει, τις μετουσιώνει σε Νηρηίδες που χαρούμενες τραγουδούν ψαλμούς ευχαριστίας σε Εκείνον…

Ο ήλιος μ αποχαιρετά, κι εγώ ένα μεγάλο ευχαριστώ του απευθύνω πλημμυρισμένη απ την μνήμη της μέρας που μου δώρισε ,μνήμη μεστή από πρωτόγνωρες εμπειρίες …
Μνήμη που στο ακατάσβεστο των υπέρτατων συναισθημάτων θεμέλιο γερό κι άρριχτο έριξε σαν τον καλύτερο οικοδόμο της ύπαρξής μου.
Έχε γεια…Αύριο πάλι …Με μνήμες όμορφες που ίσως η νύχτα φέρει….Αυτόφωτη απ το φως που μάζεψε η ψυχή όλη τη μέρα που μας χάρισες…

Σάββατο, Ιουνίου 16

Θυμάμαι εσένα που ήρθες......

Θυμάμαι να σου λέω "σ αγαπώ, "και να τρομάζεις.
Θυμάμαι να σου λέω παραμύθια για όμορφους παράδεισους, νεράιδες που ταξιδεύουν θάλασσες για να έρθουν να σε βρουν, ερωτευμένες, με ένα αγιόκλημα στο χέρι ,στεφάνι να στο κάνουν νυφικό, και να χαμογελάς ευτυχισμένα.
Θυμάμαι να σου μιλώ για το ακατάλυτο του έρωτα μου και να λες "δεν σε πιστεύω”, χαμογελώντας πάντα…
Θυμάμαι τον ήχο του τηλεφώνου να μεταλλάσσεται σε ουράνια μουσική ,που μ ανείπωτη λαχτάρα προσμένω για ν ακούσω…
Θυμάμαι να θες να φυγεις, και λιγωμένα να σου λέω " μείνε...Λίγο ακόμα..Μια στιγμή"
Θυμάμαι να με κοιτάς και να λιώνει η φωνή μου…Θυμάμαι να μου λες ένα μικρούλι, ένα παράξενο “ε μα” και να γελά η ψυχή μου…Θυμάμαι να μου τραγουδάς και να χορεύει ανάριο χορό η ύπαρξη μου…Θυμάμαι ψιθυριστά να μου διαβάζεις στίχους, και να καλμάρει ο νους μου… Θυμάμαι να σε κοιτώ όταν κοιμάσαι και να ψιθυρίζω “θεέ μου κατέβηκες στην γη και σ έχω αγκαλιά”….

Θυμάμαι ..πριν λίγο που σε κοιτούσα…Τι όμορφος που είσαι!!!….

Σε τρόμαξα καρδιά μου; Νομίζεις πως μνήμη " παρατατική " έγινες; Μα απ την αρχή μνήμη έντονη γινόταν η κάθε σου στιγμή ….Μνήμη γλυκοχαράζουσας αυγής, μνήμη ιλαρού δειλινού…Μνήμη παρελθούσα και μελλούμενη…Καλώς όρισες απρόσμενε πάντα

Παρασκευή, Ιουνίου 15

13 χρόνια......Μας λείπεις

Ένας ευαίσθητος ληστής
Στίχοι: Ν.ΓΚΑΤΣΟΣ
Μουσική: Μ.ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ

Αν με πηγαίναν αύριο στην κρεμάλα
Μανούλα μου, μανούλα, δόλια μάνα
Ξέρω ποιανού το δάκρυ στάλα-στάλα
Θα ’πεφτε απ’ τα μάτια τα μεγάλα

Μανούλα μου, μανούλα, δόλια μάνα

Μια και με γράψανε φονιά
Πήρα τον κόσμο παγανιά
Και την ζωή σεργιάνι
Κακό να κάνω στους κακούς
Που εσύ μονάχα τους ακούς
Μα ο νους σου δεν τους πιάνει

Στην ερημιά που είχα βρεθεί
Με το’ να χέρι στο σπαθί
Και τ’ άλλο στο ευαγγέλιο
Ήρθαν μανάδες κι ορφανά
Κι είπα το δάκρυ που πονά
Να τους το κάνω γέλιο

Μα τώρα που ’φτασε η στιγμή
Να κλείσουν οι λογαριασμοί
Ποιος τάχα θα μπορέσει
Να δει πως είχα μια καρδιά
Σαν της αγάπης τα παιδιά
Και να με συγχωρέσει

Τετάρτη, Ιουνίου 13

Κι εγώ που νόμισα ... ότι μ΄εγκατέλειψες

«Δεν είναι λίγο να θυμώνεις με αυτούς που αγάπησες
όταν σε αφήνουνε μόνη να βγάλεις πέρα τη ζωή
σαν να μην έχουνε καμία ευθύνη» Δ.βαρβαρήγος

…Δεν ξέρω αν είναι λίγο.. Δεν ξέρω αν είναι πολύ...Ξέρω όμως ότι είναι αβάσταχτο.. Ο θυμός είναι αβάσταχτο συναίσθημα ειδικά αν τον νιώθεις για αγαπημένους που οριστικά έχουν φύγει.. Κι είσαι μαζί τους θυμωμένος (η)…Γιατί δεν έχεις μέλλον μαζί τους, μόνο παρελθόν, μόνο μνήμες καλυμμένες με το πέπλο της θλίψης για πάντα.. Πονάει ο θυμός αυτός γιατί ενώ γνωρίζεις ότι είναι άδικος εντούτοις έχει κολλήσει μόνιμα στην ψυχή σου, που χρόνο με τον χρόνο γίνεται βράχος υποθαλάσσιος, θαλάμι που ο θυμός σαν το χταπόδι έρχεται και κουρνιάζει…Και γίνεται σπίτι του η ψυχή σου…
Κι αποκτάς μόνιμο συγκάτοικο πια….την Θλίψη.

Κι έρχεται κάποια στιγμή, μια ευλογημένη στιγμή, που αντιλαμβάνεσαι με όλες τις αισθήσεις σου ότι ο θυμός σου είναι άδικος. ( ακούς βλαμμένε εγωπαθή εαυτέ ; τ΄ ακούς; ηλίθιος κι άδικος) γιατί αυτοί που έφυγαν, σε θυμούνται, κι έρχονται στα δύσκολα σου, στα πραγματικά αδιέξοδα σου, φως να ρίξουν, χέρι να δώσουν, να φωτίσουν και να οδηγήσουν, σε μονοπάτια σωστά, κι ο θυμός να γίνει ελπίδα, κι η θλίψη χαμόγελο με μέλλον...Γιατί οι φευγάτοι κι αγαπημένοι, μας θυμούνται, ίσως περισσότερο απ΄ ότι εμείς, οι "ακόμα εδώ"....

στην...Ελένη...


Με ένα μεγάλο ευχαριστώ...

Παρασκευή, Ιουνίου 8

Σαν σήμερα....Σε εκείνον...Τόν πρωτο....η μνήμη η αιώνια..

... Ο παππούς.. Ο γλυκός παππούς , πατέρας της μάνας που δεν έδωσε σε εκείνη αλλά σε μένα αυτά που αγαπούσα σε εκείνον. Ο παππούς με την απέραντη αγκαλιά του, μήτρα Μάνας που σε γεννάει . Με την γλυκιά φωνή, που με νανούριζε …γιατί ναι με νανούρισαν και μένα ,όχι οι γονείς μα ο παππούς. Ο μπάρμπα Γιώργης. Γιωργάκης για μένα, ο παππούλης Γιωργάκης, με τα μπλε όλο θάλασσα μάτια του..
Όαση στην ερημιά που ζούσα . Δάκρυ για χρόνια πολλά πολλά η θύμηση του κι έλλειψη του. Να πεθάνω και να πάω στην αγκαλιά του το όνειρο της εφηβείας ..Το όνειρο τις νύχτες που ένοιωθα πάγος να γίνονται τα χέρια που με ακούμπαγαν είτε για χαστούκι είτε για χάδι(¨?) ποιο χάδι? Μισό κι αυτό κάτι πιο ήρεμο απ το χαστούκι.
- Βρε τον μπάρμπα- Γιώργη ! η φωνή της φίλης της μάνας μέσα στην νύχτα ,με κάνει να πεταχτώ,,
εννιά χρόνων αρχίζω να βλέπω το μαύρο να κεντάει την ψυχή μου,,,..
Τι έπαθε ο παππούς? Ο παππούλης ο Γιωργάκης? Νύχτα πλημμυρίζει το μυαλό μου και προσπαθώ να καταλάβω τις φωνές τι λένε…
- πέθανε έτσι τραγουδώντας…η φωνή της φίλης της μάνας
Πέθανε ο κόσμος μου? Η καρδιά που μέσα με κρατούσε και με ζέσταινε και μου μάθαινε ότι λάθος με βάφτισα?
Η αγάπη πεθαίνει?
Κραυγή σαν αυτή την πρώτη βγήκε. Από που άραγε? Από ποια πνευμόνια παιδιού εννιάχρονου μπορεί να βγήκε αυτή η κραυγή, που ράγισε τους τοίχους, σήκωσε την γειτονιά?
Θρήνος μάνας που έχασε το μονάκριβο της…και να η πρώτη υστερία…και να η σφραγίδα του ληξίαρχου με πιο γερο μελάνι…στοιχειό.."
Αυτό το στοιχειό δεν είναι δικό μου.. δεν το θέλω,” ..
Εννιά χρόνων άρχισα το τσιγάρο.. Έβλεπα τον παππού στο φέρετρο με τα κόκκινα μαγουλάκια και το χαμόγελο του ,γιατί ναι έτσι ήταν το νεκρό του πρόσωπο, και του φώναζα…
"προδότη, αγαπημένε μου προδότη,…κατά που να κάνω εγώ να βρω τώρα αυτό που από σένα πήρα?
«Μην το πάρεις μαζί σου…μην μ αφήσεις γυμνή απ αγάπη παππού …κρυώνω παππού ,κρυώνω» …
Και να η πουκαμίσα του! Την έδειξε στους άλλους για να μ ακουμπήσουν όταν σπαρταρώντας παγωμένη έπεσα στο πάτωμα και με πήγαν στο κρεβάτι του να με ξαπλώσουν, Κι έγινε αυτή η πουκαμίσα η αγκαλιά η νυχτερινή, το νυχτικό μου για τα επόμενα επτά χρόνια…

Ο παππούλης ! πόσα του χρωστάω.. Τα γονίδια μου όλα. Τις χαρές και τους πόνους που έλαβα όλα αυτά τα χρόνια απ αυτά που με μετάγγισε. Ο παππούς ! που τ΄ άρεσε το οινόπνευμα και το τσιγάρο….
"αυτά τον φάγανε " λέει η μάνα.
Αυτά θα φαν κι εμένα απαντώ εγώ…
Άρχισα το τσιγάρο στα εννιά μου χρόνια, όταν ο παππούς αποφάσισε πως πρέπει να με αφήσει……
Ο θάνατος του έγινε πρώτη χαραματιά στον ανεξίτηλο ιστό της αγάπης που είχα υφάνει. Ήταν η πρώτη μαύρη τρύπα που δεν καλύπτεται ποτέ. Ήταν ο πρώτος ήλιος που έσβησε κι άφησε τον παγωμένο κρατήρα του να κοιτώ, και να σκέφτομαι να πέσω μέσα στην άπατη αγκαλιά του…Ο θάνατος του ήταν κι η αιτία της κακής μου σχέσης πια με τον ύπνο. Δεν ήθελα να κοιμάμαι. Ήθελα να κοιτώ τ΄άστρα, να τα μετρώ... Να τα μετρώ, και για πρώτη φορά να τα βρίσκω λιψά..Ήθελα τα μάτια ανοιχτά και το μυαλό σε συνεχή συζήτηση με τα φαντάσματα μου πάλι, που όμως τώρα είχαν σάρκα κι οστά, είχαν χαμόγελο και μάτια θαλασσινά….

Τρίτη, Ιουνίου 5

Από τι να ΄ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού...

Κάθομαι στην κουνιστή ξύλινη παλιά καρέκλα. Απέναντι μου η μικρή, ομογάλακτη, όμαιμη, σιαμαία, αδελφή ψυχή, η διάσπαση μου, -εγώ- κι ένα παραμύθι αρχίζω να της διαβάζω..από ένα βιβλίο που χρονολογείται πια χρόνους πολλούς , έγινε κιόλας 40 χρονών...

Eνα μισό-σκισμένο βιβλίο, σαν ημερολόγιο παλιού καραβιού, που, ποιος ξέρει πώς γλίτωσε από την οργή των θεών και τις φωτιές των ανθρώπων, απ' τα δόντια της θάλασσας, κι απ τα ατέλειωτα Φθινόπωρα.
Μυρίζει αλμύρα, μπαρούτι, χώμα νοτισμένο απ΄ την βροχή, χοχλακιστό αίμα άλικο, ποτάμι ροής γυναικείας υπόστασης, αρχαία νοσταλγία, πόνο, δάκρυ και κάτι ακόμη - μια μυρωδιά που την έχεις κάπου βαθιά μέσα σου μα δεν ξέρεις να την προσδιορίσεις, να την ονομάσεις. Μια μυρωδιά χαράς πικρόγλυκης, λύπης χαρμόσυνης. Μια μυρωδιά που περικλείει όλα τα αντίθετα και τα συνώνυμα όλα τα ξένα και οικία, όλα τα άγνωστα και γνώριμα, γι αυτό να την ονομάσεις δύσκολο σου είναι. Μια μυρωδιά του ίδιου σου του Εαυτού.

Μια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκες. Φθινόπωρο. Θλιμμένη εποχή, φθίνουσας ζωής, προμήνυμα παγωνιάς και τέλους. Κι αντίθετα με όλους τους ανθρώπους κατοικούντων και παρεπιδημούντων σ΄ αυτή και απ΄ αυτή τη γη ανά τους αιώνες, για σένα οι εποχές δεν άλλαζαν. Όλα τα πάντα τα ζούσες μέσα στο Φθινόπωρο. Λες κι εσένα οι άλλες εποχές είτε σ' αγνόησαν, είτε δεν κατάλαβαν ότι είσαι μαζί με όλους τους άλλους. Έτσι στην αγκαλιά του, το Φθινόπωρο, σε πήρε και σε μεγάλωσε... Κι ένα πρωινό....
Δεν θέλω ν΄ ακούσω αυτό το παραμύθι .

-Μα γιατί; Μην σε στεναχωρεί που το φθινόπωρο κυριαρχεί...θα τ΄ αγαπήσεις. Θα δεις. Θα δεις.

-Δεν θέλω σου είπα. Πες μου ένα παραμύθι με Καλοκαίρια ζεστά κι ηλιόλουστα, αρμενίζοντα σε θάλασσες ήρεμες, πες μου γι Άνοιξες ερωτικές, με πρωτολούλουδα γεμάτες, και με φως ιλαρό. Πες μου για τον χορό των εποχών και την ζωή κάποιων άλλων.

-Δεν ξέρω άλλο παραμύθι. Μόνο το δικό σου ψυχή μου... Μόνο αυτό γνωρίζω.

-Τότε πέτα αυτό το βιβλίο. Έτσι κι αλλιώς μισό-σκισμένο είναι.. Πάμε να κοιμηθούμε αγκαλιά. Να νανουριστούμε έτσι όπως το φθινόπωρο μας έμαθε.

-Μα, ηρέμησε και άκου. Έχει κι όμορφες στιγμές κι ας είναι χρωματισμένες με την καταχνιά του φθινοπώρου καρδιά μου..

-Δεν θέλω. Δεν θέλω. Κλείστο και πάμε να κοιμηθούμε. Σε παρακαλώ. Μην με παιδεύεις άλλο.
-Πάμε. Ότι θες ψυχή μου... Πάμε.

Παρασκευή, Ιουνίου 1

Σε ρωτάω....απαντησέ μου εαυτέ...

Τι έχεις?
Τίποτα…
Γιατί τόση θλίψη?
Για το τίποτα..
Γιατί τόσος θυμός?
Για το τίποτα.
Γιατί τόσο δάκρυ?
Για το τίποτα…
Γιατί το δυνατό σαρκαστικό γέλιο ?
Για το τίποτα…
Γιατί τόσο σπαρταριστό κλάμα
Για το τίποτα
Τι ζητάς επιτέλους?
Τίποτα...

Τι φοβάσαι?
Δεν θα προλάβω…
Τι δεν θα προλάβεις?
Το ….τίποτα

Τι θέλεις επιτέλους?

Τον θεό ή τον δαίμονα μέσα μου που με βασανίζει θέλω να βρω. Να τον καβαλήσω, να τον σπιρουνιάσω και να με πάει όπου θέλω…Να ταξιδέψω μαζί του, μαζί του όμως , ακούς? πάνω από βουνά ποταμούς ορμητικούς κι αγριεμένες θάλασσες…Να συναντήσω γέρους σοφούς, έφηβους χαρούμενους χωρίς τρελαμένο βλέμμα, παιδιά ευτυχισμένα χωρίς ρυτίδες γεροντικές στα νιογέννητα πρόσωπα τους από αιώνων βάσανα ζωγραφισμένες ,έρωτες όμορφους ανέγγιχτους από σκέψεις ύπουλες «κοινού συμφέροντος ».
Να φύγω θέλω μαζί του να εξαφανιστώ…Εδώ ν΄ αφήσω όλο τον παλιό μου εαυτό. Με ψυχή και μυαλό νιογέννητου μωρού να ξεχυθώ σ΄ αυτό το ταξίδι…Και αφού τιθασευμένο θα έχω, τον θεό ή δαίμονα μου, εαυτόν ίδιο δεν θα αποκτήσω ξανά…
Θα πάψω ν΄ αγαπάω για πάντα, θα πάψω να μισώ για πάντα. θα πάψω να κλαίω με λυγμούς, θα πάψω να γελάω δυνατά όταν πονάω...Θα πάψει ο πόνος θαλάμι να χει κάνει την ψυχή μου. Θα πάψω την χαρά μου με λυγμούς να εκφράζω...
Αυτό ζητάς τελικά;

Ναι … έναν άλλον εαυτό. Θα είναι καλύτερα για τους άλλους και για μένα…Δεν σε θέλω πια…
Με κούρασες…